- ἐξαγκωνίσαντες
- ἐξαγκωνίζωnudge with the elbowaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαγκωνίζω — ἐξαγκωνιζω (AM) δένω κάποιον πισθάγκωνα, με τα χέρια πίσω («εἷλκον... δεδεμένους ἐξαγκωνίσαντες», Διόδ. Σικ.) αρχ. σπρώχνω κάποιον με τον αγκώνα («ἐξαγκωνιῶ ὡδί», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αγκών, κατά τα ρήματα σε ίζω] … Dictionary of Greek